- εκτόπιση
- [-ις (-εως)] η1) прям. , перен. вытеснение; 2) юр. изгнание, ссылка, высылка; 3) оттеснение (противника)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτόπιση — η (AM ἐκτόπισις) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτοπίζω, εκτοπισμός, απομάκρυνση από τη θέση, εξορία 2. εκπατρισμός, απέλαση … Dictionary of Greek
εκτόπιση — η 1. ο εξαναγκασμός κάποιου να εγκαταλείψει τη θέση του, που την παίρνει άλλος. 2. παραμερισμός. 3. εκτοπισμός (βλ. λ.). 4. εκπατρισμός, εξορία, απέλαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτοπίσῃ — ἐκτοπίσηι , ἐκτόπισις removal from a place fem dat sg (epic) ἐκτοπίζω remove from aor subj mid 2nd sg ἐκτοπίζω remove from aor subj act 3rd sg ἐκτοπίζω remove from fut ind mid 2nd sg ἐκτοπίζω remove from aor subj mid 2nd sg ἐκτοπίζω remove from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρελεγατίων — όνος, ἡ, Μ εξορία, εκτόπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. relegatio, ōnis «εξορία, εκτόπιση»] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
απομάκρυνση — (Γεωλ.). Η επιφανειακή φθορά βραχώδους ή παγετώδους εδάφους και η μετακίνηση των λεπτόκοκκων υλικών που παράγονται από αυτή τη φυσική διαδικασία. Η απώλεια αυτή οφείλεται είτε σε μηχανική δράση (άμμος, πηλός, κροκάλες κλπ.) είτε σε χημική (ουσίες … Dictionary of Greek
εκτοκαρδία — η ιατρ. εκτόπιση ή ανώμαλη θέση τής καρδιάς … Dictionary of Greek
εξορία — η (AM ἐξορία) [εξόριος] 1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα τής πατρίδας του, απέλαση 2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος νεοελλ. 1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του … Dictionary of Greek
εξόρισμα — ἐξόρισμα, το (Μ) [εξορίζω] εκτόπιση, εξορία … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek